-
1 φάλαρος
φάλᾱρος [pron. full] [φᾰ], α, ον, (or [full] φαλᾱρός, ά, όν Hsch.), [dialect] Dor. for the [dialect] Ion. φάληρος (v. infr. 11),A having a patch of white, ὁ κύων ὁ φάλαρος the dog with a white spot, Theoc.8.27; ὁ Φάλαρος, as a ram's name, Id.5.103.II ὄρη χιόνεσσι φάληρα hills patched with snow, Nic.Th. 461. (Cf. φαλός, φαλακρός.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φάλαρος
См. также в других словарях:
φάλαρος — α, ον, και φαλαρός, ά, όν, και ιων. τ. φάληρος, ον, Α (δωρ. τ.) 1. αυτός που είναι ολόκληρος ή σε ένα σημείο του λευκός («κύων ὁ φάλαρος», Θεόκρ.) 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Φάλαρος α) όνομα κριού β) μυθ. γιος τού Άλκωνος και εγγονός τού… … Dictionary of Greek